- προσκρουσμός
- προσκρουσμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκρουσμός — ὁ, Α [προσκρούω] κρούση επάνω σε κάτι, πρόσκρουση … Dictionary of Greek
προσκρουσμῶν — προσκρουσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρουσμόν — προσκρουσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)